-
1 πλοίο(ν)
το судно, корабль;αλιευτικό πλοίο(ν) — траулер, тральщик;
φορτηγό πλοίο(ν) — грузовое судно;
πετρελαιοφόρο πλοίο(ν) — танкер;
-
2 πλοίο(ν)
το судно, корабль;αλιευτικό πλοίο(ν) — траулер, тральщик;
φορτηγό πλοίο(ν) — грузовое судно;
πετρελαιοφόρο πλοίο(ν) — танкер;
См. также в других словарях:
πλοίο — Με τον όρο αυτό υποδηλώνεται γενικά κάθε αυτοκινούμενο πλωτό μέσο, που έχει διαστάσεις μεγαλύτερες από της λέμβου και προορίζεται για εμπορικούς (κυρίως μεταφορά εμπορευμάτων και επιβατών), πολεμικούς (επιφανειακές και υποβρύχιες πολεμικές… … Dictionary of Greek
Ιράν — Επίσημη ονομασία: Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν Παραδοσιακή ονομασία: Περσία Έκταση: 1.648.000 τ. χλμ. Πληθυσμός: 65.540.226 (2002) Πρωτεύουσα: Τεχεράνη (6.758.845 κάτ. το 1996)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β με το… … Dictionary of Greek
φορτηγό — το εμπορικό πλοίο ή αυτοκίνητο που μεταφέρει φορτία εμπορευμάτων (αντίθ. επιβατικό) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)